καταγνόντες

καταγνόντες
καταγιγνώσκω
remark
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επανειπείν — ἐπανειπεῑν (Α) επικηρύσσω δημόσια, υπόσχομαι αμοιβή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες ἐπανεῑπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι» καταδίκασαν σε θάνατο αυτούς που διέφυγαν και επικήρυξαν, υποσχέθηκαν χρήματα σε όποιον σκοτώσει κάποιον από αυτούς,… …   Dictionary of Greek

  • καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”